κλάουν
Смотреть что такое "κλάουν" в других словарях:
κλάουν — κλάουν, το και κλόουν, το (λ. αγγλ.), γελωτοποιός, παλιάτσος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλάουν — ο βλ. κλόουν … Dictionary of Greek
παλιάτσος — I Ο γελωτοποιός των ιπποδρομιών (τσίρκων). Ο όρος προέρχεται από την ιταλική λέξη pagliaccio. Μεταφορικά, Π. ονομάζεται και ο αδέξιος στους τρόπους ή γελοίος. Ο π. ανήκει στη χορεία των κωμικών του παλαιού λαϊκού θεάτρου της Νάπολης της Ιταλίας,… … Dictionary of Greek